- ευχή
- και ευχή, η (ΑΜ εὐχή)1. έκφραση ζωηρής επιθυμίας να γίνει κάτι, παράκληση2. ευλογία («δος μου σέ παρακαλώ με σπλάχνος την ευκή σου», Ερωτόκρ.)νεοελλ.-μσν.1. προσευχή, παράκληση που απευθύνεται στον Θεό με σκοπό ευχαριστήριο, ικετήριο ή δοξολογικόνεοελλ.1. επίκληση τής θείας προστασίας και τής επιφοιτήσεως τής θείας χάριτος σε κάποιο πρόσωπο2. φρ. α) «ευχής έργον είναι» — μακάρι να γίνει...β) «κατ' ευχήν» — αισίως, με επιτυχίαγ) παροιμ. «ευκή γονιού αγόρασε και το βουνό ανέβα» — δηλ. η ευλογία τών γονέων προφυλάσσει από κάθε κίνδυνοδ) (κατ' ευφ.) «τί ευκή θεού» — τί στο καλόμσν.1. χειροτονία2. άδεια που παραχωρείται από τον ηγούμενο μοναστηριού σε καλόγηροαρχ.1. προσευχή, δέηση, παράκληση στους θεούς2. κατάρα, επίκληση τού κακού3. υπόσχεση για εκτέλεση θυσίας ή προσφοράς, τάξιμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < εύχομαι. Πρόκειται για τ. μεταγενέστερο τών άλλων μεταρρηματικών ονομάτων που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια (εύχος, ευχωλή) αλλά και για τον πλέον εύχρηστο. Η λ., εκτός τής γενικότερης σημασίας της «ευχή», έχει και την πιο εξειδικευμένη: «προσευχή»].
Dictionary of Greek. 2013.